διάπλευση

διάπλευση
η (Α διάπλευσις, -εως) [διαπλέω]
πλεύση μέσα από τη μία ακτή ή όχθη στην άλλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διέκπλους — ο (Α διέκπλους και διέκπλοος) [διεκπλέω] 1. διάβαση πλοίου, διάπλευση 2. λωρίδα θάλασσας που ενώνει δύο μεγαλύτερες θάλασσες, κανάλι, μπουγάζι αρχ. (για πολεμικές επιχειρήσεις) η διάσπαση τής εχθρικής γραμμής με επίθεση από τα νώτα …   Dictionary of Greek

  • διίσθμια — τα [ίσθμια] τα τέλη που καταβάλλονται για τη διάπλευση τού ισθμού, διαπόρια …   Dictionary of Greek

  • διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… …   Dictionary of Greek

  • νταχαμπία — η ναυτ. φορτηγό ή επιβατηγό πλοίο για τη διάπλευση τού ποταμού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. dhahabīyah «χρυσό πλοίο»] …   Dictionary of Greek

  • Λα Σαλ, Ρενέ Ρομπέρ — (René Robert Cavelier sieur de La Salle, Ρουέν 1643 – Ρίο Μπράσος, Τέξας 1687). Γάλλος εξερευνητής. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο τάγμα των ιησουιτών, μετανάστευσε στον Καναδά αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Το 1669 συμμετείχε σε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”